- προεδρικός
- -ή, -ό / προεδρικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [πρόεδρος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρόεδρο (α. «προεδρικό μέγαρο» — μέγαρο όπου στεγάζεται ο Πρόεδρος τής Δημοκρατίας και το προσωπικό τής προεδρίαςβ. «γραφάς παρανόμων... καὶ προεδρικὴν καὶ ἐπιστατικήν», Αριστοτ.)νεοελλ.φρ. α) «προεδρική δημοκρατία» — δημοκρατική μορφή πολιτεύματος κατά την οποία ο αρχηγός τής εκτελεστικής εξουσίας είναι και ανώτατος άρχωνβ) «προεδρικό διάταγμα» — πράξη τού αρχηγού τού κράτους, που προσυπογράφεται από τα αρμόδια κατά περίπτωση όργανα, όπως είναι υπουργοί ή ο πρωθυπουργός ή το υπουργικό συμβούλιο, με σκοπό τη θέσπιση κανόνων δικαίου [κανονιστικό διάταγμα] ή την εφαρμογή σε συγκεκριμένη περίπτωση υφιστάμενου κανόνα [ατομικό διάταγμα]αρχ.φρ. «προεδρική γραφή» — καταγγελία προέδρου.επίρρ...προεδρικώς Νεκκλ. όρος με τον οποίο δηλωνόταν ο τρόπος παραχώρησης μητροπόλεων ή ενοριών σε παραιτηθέντες από τη θέση τους αρχιερείς και ιδίως πατριάρχες, για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές τους ανάγκες.
Dictionary of Greek. 2013.